μόμφος

μόμφος
μόμφος, ὁ (Α)
μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μομφή με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόμφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόμφον — μόμφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”